- αναερόβιος
- -α, -ο1. κάθε φαινόμενο, οργανισμός, διεργασία κ.λπ. που γίνεται ή διατηρείται σε περιβάλλον χωρίς οξυγόνο2. (ως ουσιαστικό) ο όρος χρησιμοποιείται για τους αναερόβιους μικροοργανισμούς, δηλαδή αυτούς που δεν χρειάζονται οξυγόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού Pasteur, ελληνογενής < αν- στερ. + αερόβιος, πρβλ. anaerobie].
Dictionary of Greek. 2013.